- ὀρθοῦται
- ὀρθόωset straightpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρυπτός — ή, ό (AM κρυπτός, ή, όν) [κρύπτω] 1. αυτός που μένει αφανής, κρυμμένος, κρυφός, μυστικός (α. «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» β. ἐπεποίητο γὰρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ» εντελώς… … Dictionary of Greek
σκηρίπτω — Α (επικ. τ.) 1. στηρίζω, στυλώνω 2. μπήγω, φυτεύω στέρεα («ἐνὶ γαίῃ χηλὰς σκηρίπτοντε», Απολλ. Ρόδ.) 3. παθ. σκηρίπτομαι υποδαυλίζομαι («πῡρ σκηριπτόμενον ὀρθοῡται», Φίλ.) 4. φρ. «σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε» στηριζόμενος ωθεί με χέρια και… … Dictionary of Greek
ὀρθοῦτ' — ὀρθοῦτε , ὀρθόω set straight pres imperat act 2nd pl ὀρθοῦτε , ὀρθόω set straight pres ind act 2nd pl ὀρθοῦται , ὀρθόω set straight pres ind mp 3rd sg ὀρθοῦτο , ὀρθόω set straight imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) ὀρθοῦτε , ὀρθόω set straight… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)